- εκτατικός
- -ή, -ό (Α ἐκτατικός, -ή, -όν)νεοελλ.ο σχετικός με την έκταση («εκτατική επιφάνεια», «εκτατικοί ή εκτατήρες μύες»)μσν.επίρρ. ἐκτατικῶςμε έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρόαρχ.1. ο εκτείνων, αυτός που αναφέρεται στην έκταση2. αυτός που έχει την τάση να μηκύνει τα βραχέα φωνήεντα («Ἀθηναῑοι ἐκτατικοί τῶν φωνηέντων», Απολλ. Δύσκ.)3. αυτός που διατηρεί την τάση.
Dictionary of Greek. 2013.